ἁπλότης

ἁπλότης
ἁπλότης, ητος, ,
A singleness,

τῆς φωνῆς Arist.Aud.801a19

.
II simplicity,

πόλεως X.HG6.1.18

;

κατὰ τὴν μουσικήν Pl.R.404e

;

τῆς τροφῆς D.S.3.17

: of literarystyle, D.H.Rh.9.14: pl., ἁπλότητες λόγων ibid.
2 of persons, simplicity, frankness, sincerity, X.Cyr.1.4.3, LXX Wi.1.1, Plb.1.78.8, D.S.5.66, etc.;

ἡ εἰς τὸν Χριστὸν ἁ. 2 Ep.Cor. 11.3

.
3 open-heartedness: hence, liberality, ib.8.2, 9.11, cf. IG14.1517.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἁπλότης — singleness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότησι — ἁπλότης singleness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότητα — ἁπλότης singleness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότητας — ἁπλότης singleness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότητες — ἁπλότης singleness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότητι — ἁπλότης singleness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότητος — ἁπλότης singleness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • несъложеньѥ — НЕСЪЛОЖЕНЬ|Ѥ (1*) ˫А с. Простота: нѣ(с) бо се вещь ему. несложенье(м) же и сложенье(м). не то едино еже быти сложеномъ. (ἀπλότης) ГБ XIV, 54а. Ср. съложениѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απλότητα — (Φιλοσ.).Φιλοσοφικός όρος, που δηλώνει την προσπάθεια της ανθρώπινης γνώσης να φτάσει στις πρώτες αρχές, που υποτίθεται ότι είναι απλές. Την αρχή της α. χρησιμοποίησε ο Κέπλερ (η φύση αγαπά την α.) και την α. της μονάδας δίδαξε ο Λάιμπνιτς. Κατά… …   Dictionary of Greek

  • κατεγκεντρίζω — (Μ) μτφ. (απαντά μόνο η μτχ. παθ. αορ.) εμφυτεύω («κατεγκεντρισθεῑσα ἁπλότης» απλότητα επίκτητη, όχι φυσική, σε αντιδιαστολή προς την φύσει ενυπάρχουσα, Ιω. Κλύμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐγ κεντρίζω «εμβολιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0295 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c գ. πλοῦτος copia, abundantia Յորդութիւն. լիութիւն. զեղումն. առաւելութիւն. ճոխութիւն. յաճախութիւն. շատութիւն. ... *Զոր եհեղ ʼի մեզ առատութեամբ. Տիտ. ՟Գ. 6: *Առատութիւն շնորհաց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”